βήματα

βήματα
είναι измерять шагами;
δυό (μερικά) βήματα παρακάτω (или παραπέρα, πιο πέρα) в двух (в нескольких) шагах, несколько дальше;

βήματα προς βήματα — а) шаг за шагом, постепенно; — б) га каждым шагом; — в) слепо;

τον παρακολουθώ βήματα προς βήματα — следить за каждым шагом кого-л.;

ούτε βήματα — ни на шаг, ни шагу;

δεν κάνει ούτε βήματα απ' το σπίτι — он из дома ни на шаг, ни шагу;

δεν φεύγω (απομακρύνομαι) ούτε βήματα από κάποιον, από κάτι — ни на шаг не отступать (не отходить) от кого-л, чего-л.;

δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήματα χωρίς να... — шагу ступить нельзя без того, чтобы..;

μην κάνεις βήματα — стой на месте;

πάρε βήματα — шагай в ногу;

άλλαξε το βήματα σου — меняй ногу;

ούτε βήματα πίσω! — ни шагу назад!;

2) шаг, поступь; походка;

σταθερό βήματα — твёрдая поступь;

τό βήματα της χήνας — гусиный шаг;

τό βήματα παρελάσεως — церемониальный марш;

από μακρυά σε γνώρισα απ' το βήματα σου — я узнал тебя издалека по походке;

3) па (в танце);
4) трибуна, кафедра; 5) церк.:

(αγιον) βήματα — алтарь;

6) тех шаг (резьбы);
ход (винта);

§ πάω βήματα - βήματα — идти не спеша, очень медленно, тихо;

τον ακολουθώ κατά βήματα — а) слепо подражать (кому-л.);

б) следить за каждым шагом, движением (кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "βήματα" в других словарях:

  • βήματα — βή̱ματα , βῆμα step neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων …   Dictionary of Greek

  • μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Камперос, Димитриос — Димитриос Камперос греч. Δημήτριος Καμπέρος Дата рождения 1883 год(1883) Дата смерти 19 …   Википедия

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»